- Νηλείδαο
- Νηλεΐδᾱο , ΝηλεύςNeleusmasc gen sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικλύω — ἐπικλύω (ποιητ. τ.) (Α) ακούω κάτι με προσοχή («αἶνον ἐπέκλυε Νηλεΐδαο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλύω «ακούω»] … Dictionary of Greek